Το να μπορεί ένας ξένος καλλιτέχνης να συνδεθεί απόλυτα με την Ελλάδα είναι ανεκτίμητης αξίας. Αυτό το πέτυχε ο Brian Dalton, ο νεαρός τραγουδιστής και τραγουδοποιός της rock και pop σκηνής από το Μισούρι. Η σύνδεσή του με τη χώρα μας είναι καρμική. Όχι μόνο η σύντροφός του κατάγεται από την Ελλάδα, αλλά κι ο τόπος μας αποτέλεσε μεγάλη έμπνευση για τη δουλειά του ως τώρα.
Όντας ενεργός στη μουσική βιομηχανία εδώ και περισσότερα από δέκα χρόνια, ο Brian κατάφερε να πραγματοποιήσει πολλά από τα όνειρά του ήδη. Ένα από αυτά ήταν η κυκλοφορία του rockumentary γυρισμένο στην Ελλάδα κατά την περίοδο της καραντίνας. Ο ίδιος, λοιπόν, μίλησε στο SounDarts.gr για τη θεματική του “Chasing the Sun”, που θα σε συναρπάσει, αλλά και για το τί σημαίνει η Ελλάδα για αυτόν.
Το πρόσφατο single του, “Stay”, έχει ξεχωριστεί θέση στην καρδιά του, ενώ σχετίζεται άμεσα με τη σχέση του με τη σύντροφό του και τη σχέση από απόσταση. Ο Brian μπορεί να γνωρίζει ήδη επιτυχία μέσω της μουσικής του, ωστόσο επικεντρώνεται στην αυθεντική δημιουργία των τραγουδιών του από… μία θέση δύναμης. Ακόμη, μας μίλησε σχετικά με τα είδη μουσικής που εκπροσωπεί, καθώς και για τους καλλιτέχνες που τον επηρέασαν στο ταξίδι του.
Τελικά, η αγάπη του για τη μουσική είναι η κινητήριος δύναμή του κι όπως μας λέει πολλά ενδιαφέροντα πράγματα, που σχετίζονται με τη μουσική και τον κινηματογράφο, είναι καθ’ οδόν.
Διαβάστε την ενδιαφέρουσα συνέντευξη που μας έδωσε ο Brian Dalton εδώ!
Πρόσφατα, κυκλοφόρησες το νέο σου single “Stay”, ένα τραγούδι που πραγματεύεται τον έρωτα από απόσταση. Ποια είναι η σχέση σου με αυτό το τραγούδι;
Είναι μια τρελή ιστορία. Στην πραγματικότητα, είχα γράψει αυτό το τραγούδι πριν από πέντε χρόνια, και ήταν απλώς μια ιδέα που είχα, αλλά δεν υπήρχε τίποτα πίσω από αυτό και δεν μπορούσαμε να κάνουμε σωστά τη μουσική του. Ποτέ δεν την αισθάνθηκα σωστή. Έπειτα, ήρθα στην Ελλάδα μερικές φορές, και κατά ειρωνικό τρόπο, γνώρισα μια γυναίκα που είναι Ελληνίδα. Αυτή τη στιγμή βρίσκεται στην Ολλανδία. Ζει εκεί, αλλά στην πραγματικότητα είναι από την Ελλάδα. Γνωριστήκαμε και τα περάσαμε όμορφα και λέγαμε ότι θα θέλαμε απλώς να μπορούσαμε να μείνουμε μαζί. Τότε της είπα, “έχεις ακούσει το τραγούδι μου “Stay”; Σου το έδειξα ποτέ αυτό;» Και εκείνη απάντησε «όχι». Τότε λοιπόν της έδειξα το τραγούδι και οι στίχοι μας ταίριαξαν τέλεια. Είπα, «ποιες είναι οι πιθανότητες; Πέντε χρόνια αργότερα, αυτό το τραγούδι θα έβρισκε νόημα μέσα από εμάς». Μετά ήρθε εδώ και γυρίσαμε το music video εδώ στο Μιζούρι, και είπαμε την ιστορία μας με αυτό.
Το 2021 ήρθες στην Ελλάδα για να γυρίσεις το δικό σου ντοκιμαντέρ, «Chasing the Sun», όπου αφηγείσαι τη δική σου ιστορία. Τι σε ενέπνευσε να το γυρίσεις στην Ελλάδα; Ποια ήταν η επίγευση αυτής της πρόκλησης;
Η Ελλάδα ήταν πάντα στο ραντάρ μου. Ήταν πάντα κάτι ανάμεσα στον πολιτισμό και τη χώρα. Είναι απλώς ένα μέρος που έχει κερδίσει την καρδιά μου. Ήξερα μόνο την Πέπη και τον Danny -οι οποίοι πλέον είναι υπέροχοι φίλοι- που με βρήκαν για μια συνέντευξη που ήθελαν να κάνουμε όταν κυκλοφόρησα για πρώτη φορά το τραγούδι μου “Drown” το 2018. Απλώς κρατήσαμε σε επαφή και τελικά οδήγησε στη στιγμή που ήθελα να πω την ιστορία μου. Μου είπαν, «υπάρχει καλύτερο μέρος για να κυνηγήσεις τον ήλιο σου από την Ελλάδα;» Και τελικά τους γνώρισα από κοντά και πραγματικά βιώσαμε την κουλτούρα και η αγάπη απλά μεγάλωσε.
Ναι, φίλε, αγαπώ απόλυτα την Ελλάδα. Οπότε το να μπορέσω να γυρίσω αυτό το ντοκιμαντέρ ήταν τιμή και ήταν πολύ ωραίο γιατί λαμβάνω ακόμα σχόλια. Υποθέτω ότι εξακολουθούν να το παίζουν μερικές φορές στο Rise TV.
Τι είδους σχόλια λαμβάνεις;
Εξακολουθώ να λαμβάνω σχόλια περιστασιακά που λένε: “Γεια σου, μόλις είδα το ντοκιμαντέρ σου στην τηλεόραση και ήθελα απλώς να πω ότι συνδέομαι πραγματικά με την ιστορία σου”, και είναι ωραίο να βλέπεις ότι εξακολουθεί να έχει απήχηση στους ανθρώπους. Ήταν τεράστια τιμή για μένα. Ήταν τρελό.
Επίσης, έκανες αυτό το ντοκιμαντέρ κατά τη διάρκεια της πιο δύσκολης στιγμής παγκοσμίως, εν μέσω της πανδημίας. Πώς το βίωσες όλο αυτό;
Εκείνο το διάστημα, το αύριο δεν ήταν εγγυημένο, οπότε αγόρασα το εισιτήριο για να έρθω εκεί για να το γυρίσω πριν καν η Ελλάδα ανοίξει για τουρίστες ή οποιονδήποτε εκτός της χώρας, γι’ αυτό το εισιτήριο μου ήταν τόσο φθηνό. Ήταν κατά κάποιο τρόπο, “δεν θα σας επιτρέψουμε να μπείτε στη χώρα, αλλά έτσι απλά δεν θα σας χρεώσουμε τόσο πολύ για αυτό. Αλλά ήταν μια εβδομάδα πριν να πετάξω προς τα εκεί όταν έγινε άρση των περιορισμών, οπότε μπόρεσα να τα καταφέρω. Απλώς σκέφτηκα ότι θα παρέμενα ασφαλής σχετικά με αυτό, αλλά και πάλι, δεν υπήρχε τίποτα που θα με απέτρεπε από το να έρθω.
Ποια είναι η ιστορία πίσω από τη συγγραφή του «Chasing the Sun»;
Το «Chasing the Sun» μιλά απλώς για το να βρεις αυτό το πάθος ή εκείνη την αγάπη, κάποιον με τον οποίο θέλεις να περάσεις τη ζωή σου. Μπορεί να είναι ακόμη και ένα πάθος, απλώς να βρεις αυτό το ένα πράγμα που σε οδηγεί να κυνηγήσεις πραγματικά αυτό που γεμίζει την καρδιά σου και να μην συμβιβαστείς με όποια κι αν είναι η στερεότυπη δουλειά σου ή επειδή οι άνθρωποι σου λένε ότι πρέπει να κάνεις κάτι ή επειδή έτσι κάνουν όλοι ή αυτό είναι που υποτίθεται ότι πρέπει να κάνεις. Αν έχεις ένα όνειρο, αν έχεις μια αγάπη, τότε αξίζεις να το εξετάσεις. Και περί αυτού πρόκειται. Απλώς το να κυνηγάς και να βρίσκεις τον δικό σου ήλιο.
Όπως είπες, η Ελλάδα βρίσκεται στα ραντάρ σου εδώ και αρκετό καιρό. Τι σημαίνει η Ελλάδα για εσένα;
Σπάνια έχω πάει σε κάποιο μέρος όπου το πάθος, η αίσθηση της οικογένειας και η απλή αγάπη είναι τόσο ειλικρινή. Φαίνεται ότι κάθε φορά που βλέπω μια ελληνική οικογένεια, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι υπάρχει αγάπη στο χώρο. Είναι ένας τόσο παθιασμένος τύπος ανθρώπων και υπάρχει τόση αγάπη για τη ζωή. Υπήρχε κάτι σε αυτό που με κέρδισε. Είναι κάπως συναρπαστικό να το βλέπεις και να το νιώθεις, απλά δεν υπάρχουν επιφυλάξεις σε αυτό το κομμάτι. Έτσι απλά για να δεις την αγάπη και ότι όλοι θα σε καλωσορίσουν ως οικογένεια -ξέρω πια ότι αν σου προσφέρουν φαγητό, καλύτερα να το πάρεις αλλιώς θα την ακούσεις-. Απλά το ότι σε συμπεριλαμβάνουν έτσι. Ήταν πραγματικά μια τιμή και με πραγματική ταπεινότητα και όπως είπα, κέρδισε την καρδιά μου.
Τι σε έχει εντυπωσιάσει περισσότερο στη χώρα μας;
Το να βγαίνει κανείς έξω, υπάρχει μια ακμάζουσα νυχτερινή σκηνή εκεί με πολλή μουσική. Και αυτό είναι ένα ακόμα πράγμα επίσης. Χρησιμοποιώ τη λέξη “παθιασμένο” γιατί ακόμα και στον χορό και τέτοια πράγματα, ειδικά εδώ, από όπου κατάγομαι, αυτό δεν είναι κάτι που συμβαίνει πραγματικά. Θέλω να πω, οι άνθρωποι βγαίνουν περιστασιακά, αλλά δεν είναι ποτέ, ο σκοπός του να βγουν σαν ένας τεράστιος αριθμός ανθρώπων για να χορέψουν και απλά να χαθούν πραγματικά στη μουσική. Ήταν τόσο ωραίο να το βλέπεις. Φαίνεται ότι η μουσική είναι πολύ μεγάλη υπόθεση στις κοινωνικές συγκεντρώσεις και τέτοια πράγματα. Είναι πολύ ωραίο όμως.
Υπάρχει ένα κοινό που παρακολουθεί την πρόοδό σου στη μουσική βιομηχανία. Πώς νιώθεις για αυτήν την αναγνώριση και πώς τη βιώνεις;
Ειλικρινά, όταν γράφω, προσπαθώ να γράψω από μια θέση δύναμης, απλώς για να ξεπεράσω τα πράγματα και να κυνηγήσω την ευτυχία και τέτοια πράγματα. Δεν μου αρέσει πραγματικά να προσπαθώ να επιμένω στα αρνητικά πράγματα γιατί νιώθω ότι οι άνθρωποι έρχονται στη μουσική ως διαφυγή και ως μέσο ελπίδας, όχι απλώς για να μπουν πιο βαθιά στην τρύπα που νιώθουν ότι βρίσκονται. Έτσι, αν κάποιος με ακολουθεί καθόλου, είμαι ευγνώμων –αυτή είναι τόσο μικρή λέξη-, αλλά είμαι πραγματικά ευγνώμων, φίλε. Δεν με νοιάζει αν κάποιος άκουσε 30 δευτερόλεπτα κάποιου τραγουδιού μου και αποφάσισε ότι δεν του έκανε. Είναι το γεγονός ότι προσπάθησε και αυτό σημαίνει πολλά. Οπότε είμαι ευγνώμων για όποιον με ακούει.
Η rock και η pop είναι δυο είδη που ασπάζεσαι. Ποια είναι τα προσωπικά σου ακούσματα και πώς σε βοήθησαν στη δημιουργία του δικού σου ήχου;
Ξεκίνησα με τη rock. Εκείνη την εποχή, όταν ήμουν 14-15, μόλις ξεκινούσα, έπαιζα κιθάρα και άλλα τέτοια. Όταν πήρα την πρώτη μου κιθάρα, έκανα ένα και μοναδικό μάθημα κιθάρας, όπου μου είπαν, «Φέρε ένα album που θέλεις να μάθεις». Έφερα τους Metallica, το «…And justice for all». Και είπα, «ναι, θέλω να το παίξω αυτό». Αλλά μου είπαν, “καλά, εδώ είναι μερικές μικρές συγχορδίες για εσένα”. Σκέφτηκα, “καλά, αυτό δεν ακούγεται καθόλου σαν αυτούς”. Έτσι δεν επέστρεψα ποτέ πίσω και απλώς έμαθα λίγο κιθάρα μόνος μου. Αλλά ξεκίνησα με τους Metallica, τα πιο βαριά πράγματα, και μετά πήγα στους Breaking Benjamin, στους Three Days Grace, τέτοιου είδους πράγματα από τη rock της δεκαετίας του 2000 και μετά πήγα σε μερικά πιο βαριά πράγματα. Αλλά ειλικρινά, (η rock) είναι παντού. Σήμερα, θα έλεγα ότι είναι περισσότερο το synth, όπως το ηλεκτρονικό στυλ, όπως το synth, η pop, το synth wave. Σίγουρα περισσότερο το ηλεκτρονικό στοιχείο. Αλλά μου αρέσει να συνδυάζω είδη. Αυτό είναι κάτι που όταν δεν έχεις κάποιο συμβόλαιο κανείς δεν σου λέει πώς πρέπει να ακούγεσαι. Και αγαπώ πολλά διαφορετικά στυλ μουσικής, οπότε νιώθω ότι έχω την ευκαιρία τώρα να κυκλοφορήσω τραγούδια που είναι κάτι περισσότερο από αυτό, τώρα είναι η ώρα να το κάνω. Είναι λοιπόν οπουδήποτε μεταξύ rock και ηλεκτρονικού και οτιδήποτε ενδιάμεσα.
Υπάρχει κάποια συμβουλή που σου έδωσε ποτέ κάποιος και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη μέχρι τώρα πορεία σου; Είτε ως άνθρωπος είτε ως καλλιτέχνης.
Ναι. Η μαμά μου παίζει μουσική και έχει όλη μου τη ζωή. Είναι κάπως σαν ένα μουσικό υπόβαθρο από την πλευρά της οικογένειάς της και είναι ένα από τα πράγματα που έκανε πάντα. Συνέχισε. Είναι αυτό το συναίσθημα ότι, ακόμα και όταν τα πράγματα είναι στάσιμα, πρέπει να συνεχίζεις να το κάνεις γιατί τελικά θα σου βγει, ακόμα κι αν δεν πάει εκεί που θέλεις να πάει. Το γεγονός ότι όσο βρίσκεις ελπίδα και χαρά στο ταξίδι και αγαπάς πραγματικά αυτό που κάνεις, η επιτυχία στο τέλος θα πρέπει να είναι άσχετη. Έχε τη στο στόχαστρο σου. Αλλά αν δεν απολαμβάνεις αυτό που κάνεις αυτή τη στιγμή, τότε χάνεις όλη την ουσία.
Ήδη δραστηριοποιείσαι στο χώρο της μουσικής εδώ και περίπου 20 χρόνια. Τα τελευταία δέκα, μάλιστα, με δικό σου υλικό. Ποιο είναι το κίνητρό σου για να συνεχίσεις;
Μόνο η αγάπη για τη μουσική. Ξέρω ότι ακόμα κι αν είσαι η τελευταία συνέντευξη που θα κάνω ποτέ τότε αυτό με τιμά γιατί είσαι φοβερός, φίλε μου. Όπως οι ερωτήσεις σου. Είσαι γνήσιος, είσαι ταπεινός και πραγματικά εκτιμώ τον χρόνο σου. Αλλά ακόμα κι αν αυτή ήταν η τελευταία (συνέντευξη) που θα κάνω ποτέ, μπορώ να νιώθω καλά με αυτό που έχω κάνει και με τη μουσική μου. Θα παραμείνω στο στούντιο ακόμα κι αν κανείς δεν με ακούσει. Αν δεν έχω streams, θα συνεχίσω να ηχογραφώ τραγούδια και να τα κυκλοφορώ γιατί αυτό είναι στην καρδιά μου. Νιώθω ότι είναι αυτό που γεννήθηκα να κάνω και δεν μπορώ πραγματικά να σταματήσω. Οπότε θα συνεχίσω.
Λοιπόν, ποια είναι τα μελλοντικά επαγγελματικά σου σχέδια; Έχεις κάποιο album στα σκαριά;
Θα ήθελα να ξεκινήσω τελικά την περιοδεία. Πράγματι, μόλις υπέγραψα με μια εκδοτική εταιρεία στο Nashville που κάνει μουσική για ταινίες, κάτι σαν μια μη αποκλειστική συμφωνία ή κάτι τέτοιο. Για παράδειγμα συνεργάζονται με το Netflix και το HBO και όλους αυτούς τους ανθρώπους. Αυτή τη στιγμή, λοιπόν, ο στόχος είναι να δούμε αν μπορούμε να βάλουμε κάτι σε κάποια soundtracks ταινιών ή τηλεοπτικές εκπομπές και άλλα παρόμοια, ενώ ακόμα γράφουμε και ηχογραφούμε. Έτσι, ο απώτερος στόχος είναι να κάνουμε τα ζωντανά show. Και θα μου άρεσε η μουσική να πληρώνεται από μόνη της, αλλά χωρίς να έχω υπογράψει κάποιο συμβόλαιο, πρέπει ακόμα να κάνω πράγματα για να βγάζω τα χρήματά μου. Να πηγαίνω στη δουλειά και άλλα τέτοια. Απλώς εργάζομαι πάντα με στόχο την ζωή της περιοδείας και να το κάνω αυτό με μεγαλύτερο τρόπο. Όπως είπα, ανεξαρτήτως, συνεχίζουμε και ελπίζουμε για το καλύτερο.
Ποιο είναι το μότο σου στη ζωή?
Το μότο μου είναι στην πραγματικότητα ένα απόσπασμα που άκουσα σε μια ταινία, αλλά έχει απήχηση…
(Δείτε την απάντηση του Brian Dalton στο παρακάτω video. Κάντε κλικ στο κουμπί για ελληνικούς υπότιτλους)
Από ποια ταινία είναι αυτό;
Είναι από μια ταινία “Rocky”.. χαχα. Σχετίστηκα με αυτό. Έλεγα, “όλοι είναι κακοί μέχρι να χτυπηθούν στο πρόσωπο και μετά να επανεκτιμήσουν”.
Συνέντευξη: Θοδωρής Κολλιόπουλος